Δεν έχω τίποτα καινούργιο να πω.

Ντίαρ ολ,

Αυτό το Πάσχα στην Αθήνα ήταν βγαλμένο από κείνη την ταινία που ‘χει καταστραφεί όλος ο κόσμος και είναι ο Γουίλ Σμιθ μ’ ένα σκύλο μόνος του στη Νέα Υόρκη, αν αφαιρέσεις το σκύλο, τη Νέα Υόρκη και την πανούκλα εξαιτίας της οποίας είχε βρει τέτοιο κακό όλο το ντουνιά.

Τουτέστιν, στο κέντρο κυκλοφορούσαμε εγώ, όσοι παπάδες την πάλευαν μετά τις διπλοβάρδιες να βγουν έξω απ’ το σπίτι τους, κάτι πεταμένα μιλκομπούκαλα και η κυρία που μένει απέναντι στη γωνία και σκουπίζει κάθε μέρα τα πεζοδρόμια (2 φορές τις καθημερινές, 3 τις αργίες).

Το γεγονός ότι ο καιρός ήταν φανταστικός (μπλουζάκι – σορτσάκι μέσα στο σπίτι, πετάξτε τα παπλώματα) με έσπρωξε να φάω ένα λίτρο παγωτό που είχε ξεμείνει στην κατάψυξη (αλλά σχεδόν τίποτα άλλο), διότι δούλευα και δούλευα και δούλευα και έκανα catch up με Mad Men και πάλι δούλευα και στο ενδιάμεσο έβαζα πλυντήρια κι έπινα καφέδες.

Κατόρθωσα να κάψω το καλώδιο της καφετιέρας του γαλλικού, βάζοντάς το κάτω ανάμεσα στην κανάτα και τη θερμαινόμενη βάση και μέχρι να εμφανιστούν τα καλώδια. Το ότι η κανάτα έγερνε 45 μοίρες δε μου είχε κάνει εντύπωση προφανώς (συμπέρασμα: το παγωτό μουδιάζει το – όποιο – μυαλό).

Επίσης, ήταν το πρώτο Πάσχα που δεν έφαγα αρνί ή κατσίκι (πάντα με το ζόρι τα έτρωγα, ουσιαστικά τα δοκίμαζα), διότι ξύπνησα με καούρα την Κυριακή του Πάσχα, σε συνέχεια της καούρας του Μεγάλου Σαββάτου, που, πραγματικά, δεν κατάλαβα τί ακριβώς με είχε πειράξει: τα πτι μπερ με τη σπιτική μερέντα; το ξινόμηλο; η μπανάνα; ο 15ος καφές; Μυστήριο.
Οπότε ο κλήρος έπεσε στις μοσχαρίσιες που είχα στην κατάψυξη, τις οποίες έφαγα με το χέρι, βλέποντας Game of Thrones, για να κατανοώ το σενάριο καλύτερα, δαγκωματιά τη δαγκωματιά.

Με τη Γ και τον Κ κάναμε και το βασικό churching, δηλαδή πήγαμε αρχικά τη Μ. Τρίτη στον Άγιο Διονύσιο (που έχει πολύ καλή χορωδία, καρατσεκαρισμένο), στο τροπάριο της Κασσιανής. Εγώ είχα κατεβάσει το αππλικέισο “Σύνοψις”, στο iPod και το κινητό, οπότε προσπαθούσαμε να βρούμε πού είμαστε, τί ψέλνουν, σε τί αναφέρονται, αν ακούσαμε actually την “Κασσιανή” ή καμιά άλλη αμαρτωλή. Το πιο εύκολο ήταν να ρωτήσουμε μια κυρία με hard copy σύνοψη. Βρίσκει ο Κ. μία κυρία, τη ρωτάω “συγγνώμη καλέ, πού είμαστε;” και μου είπε με ύφος λες και ήμουνα εγώ η Κασσιανή και η Μαγδαληνή μαζί: “Στο ΤΕΛΟΟΟΟΣ”.
Παρντόν, που δεν είμαι ο μητροπολίτης Δημητριάδος για να το σαζαμάρω εγκεφαλικά ή που δεν έχει search το αππλικέισο για να βρω πού είμαστε μέσα στο κατεβατό.

Την Μεγάλη Τετάρτη δεν πήγαμε στην εκκλησία, αλλά τη Μεγάλη Πέμπτη, που ήταν στα sos, κατεβήκαμε πάλι στον Άγιο Διονύσιο, να ακούσουμε τα Ευαγγέλια (όχι όλα, είναι πολλά, ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ) και ήμασταν τυχεροί διότι φτάσαμε στο peak της ιστορίας, στο “Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί” και με την εικόνα του Ρόμπερτ Πάουελ στο μυαλό μας φύγαμε μετά από ένα μισάωρο, γιατί κάθε ευαγγελιστής έλεγε και τη δική του εκδοχή για το πώς εξέπνευσε ο Τζίζους, οπότε όλα τα περαιτέρω περιστατικά θα ήταν πάλι επί 4 και με τόση γριά νίντζα μέσα στην εκκλησία, πόσο ν’ αντέξεις όρθιος.
Και γαμώ τις χορωδίες πάντως.

Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγαμε με τη Γ. στον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου Πευκακίων, που τον βρήκαμε στο δρόμο μας. Ο συγκεκριμένος Επιτάφιος κατέβαινε την Αραχώβης, έστριβε στην Τρικούπη, έκανε στάσεις στις διασταυρώσεις (ο παπάς με μικρόφωνο και ο νεωκόρος με ενισχυτή στον ώμο δέκα μέτρα πίσω απ’ το ρεβέρ του παπά) μέχρι να καταλήξει στο Α.Τ. Εξαρχείων και να αρχίσει ο παπάς τα “επιδεόμεθα υπέρ του Διευθυντή του τμήματος τούτου” και να λέω “πότε θ’ αρχίσουν οι μολότοφ” και δε θα βρει ο “επιδεόμεθα” να θάψει. Πρώτη μούρη στο τμήμα και οι ασφαλίτες, μπράβο παιδιά, χαρήκαμε όλα τα Εξάρχεια για τη γνωριμία.

Γυρίσαμε στην εκκλησία, μου ‘ρθε στο σβέρκο μια σταγόνα από κάπου, αναρωτήθηκα τί είχε συμβεί, τελικά ήταν ο παπάς – αρμόδιος για το ανθόνερο. Εκεί περιμέναμε για λίγο, μήπως γίνει κάποιο ηβέντ, όπως αυτά που κάνουμε στο χωριό, που πετάμε λουλούδια π.χ., αλλά ο παπάς είχε καλυφτεί με τις δεήσεις και άρχισαν κάτι τροπάρια (χάλια η χορωδία, με το παρντόν κιόλας, αλλά τόσα χρόνια ωδεία, δε μπορώ να μην το πω).

Το Μεγάλο Σάββατο πήγαμε με τη Μ. στην Αγία Ειρήνη και φτάσαμε ακριβώς την ώρα που έδιναν το φως και ο παπάς με τους διάκους έβγαιναν έξω από το κεμπαπτζήδικο του Κώστα για να ψάλλουν το “Χριστός Ανέστη”.
Ο παπάς της Αγίας Ειρήνης έχει ΦΩΝΑΡΑ. Όποιο indie συγκρότημα ψάχνει για τραγουδιστή, να πάει όπως και δήποτε μια Κυριακή.
Αυτό που μου έκανε τρομακτική εντύπωση ήταν η φοβερή ησυχία σε όλες τις εκκλησίες του κέντρου. Ενώ αντίθετα, στην Κρήτη τηρείται ευλαβικά η παράδοση “αναπαράσταση εισβολής στον Περσικό Κόλπο”, σε κάθε εκκλησία, σε κάθε Ανάσταση. Εννοείται ότι οι μη φέροντες πυρομαχικά παίζουμε τους Ιρακινούς που τρέχουν στα καταφύγια (κάτω από το zastava του θείου μου ήθελα να μπω μια χρονιά, όταν ήμουν μικρή – όσο ένα zastava δηλαδή).

Το aspect της δουλειάς από το σπίτι δε με ενόχλησε, ελλείψει αυτής της σιχαμένης εσάνς καθημερινότητας που με ψεκάζει κάθε μέρα η βρύση του νιπτήρα.

Άκουσα τους απέναντι να περνάνε από Σωτηρία Λεονάρδου σε “κάτι-σαν-τρανς”, κάτι σφυρίχτρες και μια μπουρού (δεν κάνω πλάκα, ένα βράδυ άκουσα δύο φορές μια μπουρού, ίσως ήταν κάτι από τον ‘χώρο τέχνης’ παραπλεύρως).

Αλλά κυρίως άκουσα την ησυχία.
Την άκουσα. Την ησυχία. Το ζήτημα της μπουρούς τελεί ακόμα υπό διερεύνηση.

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.