Έξι αγαπημένα κομμάτια του Διονύση Θεοδόση

Το όνομα του Διονύση Θεοδόση μού ήταν γνωστό από τα βινύλια του πατρικού μου. Τίτλοι όπως “Οι 20 Επιτυχίες της Minos”, τα “χρυσά” compilations της εποχής (όπου κυριαρχούσαν συνήθως η Χαρούλα και ο Πάριος) συμπεριλάμβαναν συχνά κομμάτια του. Κάθε απόγευμα που έφευγε ο πατέρας μου να πάει στο φροντιστήριο, του ζητούσα να μου βάλει στο πικάπ έναν δίσκο – συνήθως με ελληνική μουσική – σε πολύ χαμηλή ένταση, για να μην ξυπνήσει η μάνα μου που κοιμόταν εκείνη την ώρα. Μόλις άρχισα να διαβάζω με σχετική ευκολία, μελετούσα κάθε οπισθόφυλλο δίσκου, ξανά και ξανά, μαθαίνοντας τα ονόματα των συντελεστών, στιχουργών και συνθετών.

 

Το όνομα του Διονύση Θεοδόση μού είχε κάνει εντύπωση. Ίσως λόγω της παρήχησης του σίγμα, ίσως επειδή θα μπορούσα να μπερδεύω το όνομα με το επίθετό του. Δεν ξέρω. Είχα συγκρατήσει τις μελωδίες και θυμόμουν χρόνια μετά από εκείνες τις αρχικές διερευνητικές ακροάσεις την φωνή του, τον τρόπο με τον οποίο “πατούσε” πάνω στις νότες. Με μια απαλότητα, ένα κράτημα, χωρίς καμία περιττή φωνητική προσπάθεια, μετρημένα, αλλά ποτέ χωρίς ψυχή. Οι ερμηνείες του δεν ήταν απλά “κομμένες και ραμμένες” πάνω στις μελωδίες του Γιάννη Σπανού, του Μάριου Τόκα και του Θάνου Μικρούτσικου, των τριών βασικών συνθετών με τους οποίους συνεργάστηκε στην καριέρα του. Η φωνή του “επέπλεε” πάνω από τα πεντάγραμμα, πάνω από τα όργανα και την ενορχήστρωση, παραμένοντας ταυτόχρονα στην “καρδιά” κάθε σύνθεσης.

 

Την ιστορία του Διονύση Θεοδόση μού θύμισε πρόσφατα ένας φίλος. Μετά από μια σύντομη, αλλά μεστή καριέρα, έφυγε από τη ζωή το 1993, σε ηλικία μόλις 35 ετών. Λίγους μήνες πριν, είχε πάρει το μοναχικό σχήμα κι έτσι ενταφιάστηκε στο Άγιο Όρος.

 

Διάλεξα έξι τραγούδια του, τα πιο γνωστά, τα άκουσα ξανά και ξανά και το βασικό πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, πέρα από εκείνα τα απογεύματα της παιδικής μου ηλικίας, ήταν η οικεία διαχρονικότητα που διαθέτουν κάποια ελληνικά τραγούδια, η οποία οφείλεται πρωτίστως στον ερμηνευτή τους.

 

 

Μεσάνυχτα σ’ ένα μπαράκι

 

 

Σε στίχους του Άλκη Αλκαίου και μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, συμπεριελήφθη στον δίσκο του 1989 “Όσο κρατάει ένας καφές” και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της στιχουργικής εκείνης της εποχής. Αν κάποιος προσπαθούσε σήμερα να πετύχει ομοιοκαταληξία ανάμεσα στις λέξεις “μπαράκι” και “Ιθάκη”, ίσως να μην κατάφερνε το ίδιο συνολικό αποτέλεσμα.

 

Κι όλο εγώ περίμενα

 

 

Ο δίσκος “Στη Λεωφόρο της Αγάπης” κυκλοφόρησε το 1987, σε στίχους του Ανδρέα Νεοφυτίδη και μουσική του Μάριου Τόκα. Ο ίδιος δίσκος περιλαμβάνει και την μεγάλη επιτυχία της Αλεξίου, “Εξαρτάται”. Το συγκεκριμένο κομμάτι θα μπορούσαν να το έχουν ερμηνεύσει και οι “Λαθρεπιβάτες” του Παντελή Θαλασσινού, καθώς μιλάει για πλοία και πυξίδες και ανθρώπους που ποτέ δεν έρχονται στο λιμάνι όπου τους περιμένεις. Τα φωνητικά του Διονύση Θεοδόση στο τέλος του ρεφραίν είναι χαρακτηριστικά δείγματα της ερμηνευτικής του αντίληψης και εκτέλεσης. Σύντομα, μεστά και συγκινητικά.

 

Μια παλιά φωτογραφία

 

 

Το κομμάτι αυτό έγινε γνωστό από τον Δημήτρη Μητροπάνο, ο οποίος το ερμήνευσε στον (επικών, πλέον) διαστάσεων δίσκο του 1996 “Στου Αιώνα Την Παράγκα”. Η μελωδία είναι του Θάνου Μικρούτσικου και οι στίχοι του Μάριου Τόκα. Η ερμηνεία του Διονύση Θεοδόση ηχογραφήθηκε στον δίσκο του 1989 “Όσο Κρατάει Ένας Καφές”. Προφανώς και δεν είναι εφικτή η οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στις δυο ερμηνείες. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταφανώς άδικο και για τους δυο τραγουδιστές. Ας περάσουμε στο πρώτο κουπλέ κι ας διαλέξουμε ο καθένας μόνος του την αγαπημένη του εκτέλεση.

 

Με το καράβι αχαριστία
μια μέρα κρύα σαλπάρισες,
κι απ’ τα προσωπικά σου δώρα
εκτός από βροχή και μπόρα
ένα μονάχα μ’ άφησες.

 

Όσο κρατάει ένας καφές

 

Το κομμάτι “Όσο κρατάει ένας καφές” από τον ομότιτλο δίσκο, σε στίχους Άλκη Αλκαίου και μουσική Θάνου Μικρούτσικου έχει ταυτιστεί – στο δικό μου μυαλό – με κάτι ραντεβού – ναυάγια, τα οποία κλείνεις όταν θέλεις να χωρίσεις με κάποιον (ή όταν θέλει να σε χωρίσει εκείνος), ενώ ταυτόχρονα υπάρχει στον αέρα η ελπίδα πραγμάτωσης του στίχου “κι ύστερα πες μου γεια και πως θα ‘ρθεις ξανά”. Βάρυνε το κλίμα, ας πάμε παρακάτω.

 

Τις νύχτες που κυκλοφορώ

 

Φτάσαμε στο αγαπημένο μου κομμάτι, το οποίο ανήκει στον πιο πάνω δίσκο. Η μελωδία ανήκει στον Θάνο Μικρούτσικο και οι στίχοι είναι του Γιώργου Παυριανού. Όποιος δεν ξέρει τον Παυριανό, να περάσει έξω. Ευχαριστώ. Έλεγα λοιπόν για το αγαπημένο μου κομμάτι από την δισκογραφία του Διονύση Θεοδόση, ο οποίος το έχει ερμηνεύσει με έναν “δωρικά συναισθηματικό” τρόπο, με φωνητικά που “κουμπώνουν” απόλυτα με τους στίχους, οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στην αισιοδοξία και το τέλμα του “χαμένου στις νύχτες”, ο οποίος πιστεύει παραταύτα πως “κάπου υπάρχει ορίζοντας” και προχωράει, καθώς “η αγάπη είχε κρυφτεί στο καπέλο του το γκρίζο”. Αν δεν σκιρτήσει η ψυχούλα σας με το κομμάτι αυτό, δεν είστε άνθρωποι, το λέω και το δηλώνω, καθώς, αν μη τι άλλο, το ακούς και σκέφτεσαι για ώρα μόνο αυτόν που θέλεις να φασώσεις.

 

 

Το μπουφάν

 

Ρούμπα από αυτές που ήταν της μόδας στα 80s (και λίγο στα 90s) της ελληνικής δισκογραφίας, ανήκει στον δίσκο “Όσο κρατάει ένας καφές”. Εξαιρετικά feelgood, μιλάει για ακροβάτες, για γύρους του θανάτου και για έρωτα δίχως όρους κι όλα αυτά με αφορμή ένα δερμάτινο μπουφάν.

 

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.