The καλτσόν project

Ντίαρ ολ,

Την Κυριακή το μεσημέρι πήγαμε με τη Γ στην Άθενς Φάσιο Γουίκ (εφεξής ΑΦΓ), στο σόου του Evangelos Kavathas. Και αυτή η ΑΦΓ διοργανώθηκε στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι, με την τελευταία μέρα να είναι αφιερωμένη στους νέους σχεδιαστές. Βρήκα μια πρόσκληση για δύο άτομα στο ιντερνέ, έκανα μια μάσκα αναζωογόνησης (για να γράφω καλά στην κάμερα), ντύθηκα, βούτηξα τη Γ (πρωινό καρμπονάρα, να τα λέμε αυτά) και κατεβήκαμε την ανοιξιάτικη Πειραιώς (όσο μπορεί να διατρέξει αυτή η εποχή το συγκεκριμένο δρόμο). Το εγχείρημα ήταν σύνθετο. Πρώτον, δεν είχα κοιμηθεί. Δεύτερον, δεν είχα χωνέψει. Τρίτον, δε με είχε πιάσει ο καφές. Αλλά τί είναι αυτά τα εμπόδια μπροστά στο – πάλαι, πολύ πάλαι, ποτέ – επτάχρονο που ζωγράφιζε ρούχα αντί για σπιτάκια και γατούλες (“γιατρέ μου, και ντεπιές έφτιαχνα κι αξεσουάρ, θέλω να ξέρω όλη την αλήθεια ”).

Διάλεξα ένα χρωματιστό καλτσόν, που είχε ως βάση το άσπρο και πάνω του υπήρχαν πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, φούξια στάμπες, που σχημάτιζαν φύλλα και λουλούδια (μουσείο φυσικής ιστορίας). Το είχα πάρει πέρσι 4,5€ απ’ το H&M, μια από τις καλές ημέρες του συγκεκριμένου καταστήματος (βλ. παλαιότερη ανάρτηση, με ανάλυση έργων και ημερών στο Η&Μ). Δεν είχα ξαναμαναπάει σε επίδειξη μόδας (μόνο τάπερ και ανωγειανά σεμέν, στο σπίτι της νταντάς μου) και όφειλα να δώσω ένα φάσιο στέιτμεντ (για τα δάση που κατέστρεψα αγοράζοντας τόμους Instyle, Μαρί – Κλαίρ και Σούπερ Κατερίνα – μέχρι την 1η γυμνασίου αυτή).

Η πλακόστρωση της Τεχνόπολης είναι πιο τακουνοφάγα κι απ’ τα πεζοδρόμια της Ασκληπιού, όποιος ορθοπεδικός αγοράσει απέναντι λοφτιατρείο θα κάμει την απόσβεση σε 2 χρόνια, αν συνεχίσει να διοργανώνεται εκεί το ιβέντ. Φτάσαμε στις 4 και μισή, ο κόσμος είχε απλωθεί σε όλες τις γωνιές, εμείς με τη Γ στηθήκαμε μπροστά από το χώρο της επίδειξης, στη σειρά που είχε δημιουργηθεί από διάφορες ετερόκλητες παρέες. Επίτηδες κατσικωθήκαμε στο σημείο αυτό, μπας και μας δει κανένας wannabe Sartorialist, μια εκκολαπτόμενη Γκαράνς Ντορέ, ένας άνθρωπος να εκτιμά το καλό γούστο εν πάσει περιπτώσει, να μας ανακαλύψει, να μας κάνει στυλίστριες και να μας βοηθήσει να εγκαταλείψουμε τον Τιτανικό της δικηγορίας που βιώνουμε, πριν η ορχήστρα ανεβεί στο κατάστρωμα.

Επειδή σήμερα, Δευτέρα, είμαι στη δουλειά, αυτό προφανώς δεν έγινε (κάτσε και γράφε μηνύσεις, ζωντόβολο, ήθελες και καριέρα).

Με το που είδαν οι διπλανές στην ουρά φασιονίστας το καλτσόν μου, απροκάλυπτα σουσούρισαν μεταξύ τους, σε βαθμό που να μην καταλάβω αν τους άρεσε ή όχι, που either way χέστηκα, διότι οι μισές από αυτές φορούσανε ΜΠΟΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΧΕΙΜΩΝΟΥ – ΧΑΛΟΟΥ ΕΪΠΡΙΛ ΚΟΛΝΤ ΕΝΤ ΣΕΝΤ ΧΙ ΚΕΪΜ ΓΙΕΣΤΕΡΝΤΕΪ! Εννοείται ότι το έκαναν ΦΩΝΑΧΤΑ, σχολιάζοντας κάθε άλλο έμβιο ον που περπατούσε εντός ορίων ΑΦΓ (τακτ, αυτός ο άγνωστος). Περιμέναμε και συγκεντρώθηκε έξω από το χώρο της επίδειξης κόσμος πολύς:

· Φασιομπλόγκερζ: μέσα οι έρμες, κλεισμένες μπροστά απ’ το ανήλιαγο catwalk, πάγωσε ο κώλος τους στο πάτωμα, μέχρι να ξεκινήσει το σόου, είχαν πάρει θέση και ρύθμιζαν φωτογραφικές μηχανές. Άλλες εξτραβαγκάντ, πολύ ενδιαφέρουσες, άλλες πιο κλασικές, πολύ σικάτες, άλλες κομπλετμάν φόλες. Σάματις ποιά είμαι εγώ που θα κρίνω τα άουτφιτς. Δημοκρατία έχουμε, chain stores έχουμε, βάλτε ό,τι θέτε.

· Φασιονίστας, σαν τις διπλανές μας, ηλικιακό range από 20 έως 40, ανά ολιγομελείς παρέες (μερικές είναι ξινές και δε συμπαθιούνται πολύ μεταξύ τους). Υποκατηγορίες:

(α) Πεδιλοφόρες ξεκάλτσωτες (τάργκετ γκρουπ του προαναφερθέντος ορθοπεδικού). Μπράβο κορίτσα, αφενός που το πάτε, αφετέρου που δεν κρυώνετε.

(β) Αδύνατες με στενά δερμάτινα παντελόνια (είχα κι εγώ ένα παλιά, ξάπλωνα στο κρεβάτι και ρούφαγα, ρούφαγα, ρούφαγα, μέχρι που έμπαινε η μάνα μου μέσα και μου ‘λεγε: “βγάλτο και πήγαινε να φας ένα σουβλάκι, να συνέλθεις”)

(γ) Φουφουλοφόρες χίπστερς με πάνινες τσάντες από μπουτίκ ανταλλαγής στο Ανατολικό Βερολίνο, προτεταμένη φράντζα με φορά προς το φουγάρο της Τεχνόπολης και φαρδιές μαρινιέρες. Ρέιμπαν: ελεύθερο θέμα.

(δ) Υπερκομμωτηριασμένες αργόσχολες (κυριακάτικα φέρανε την κομμώτρια – βαλιτσάκι από Άλιμο, Χολαργό), με κότσους, κοτσιδάκια, πλεξουδάκια, μαλλί κρεπαρισμένο ή ολόισο αλφαδιασμένο, δαντελένια τοπς, σφιγμένα ζωνάκια, έθνικ σκουλαρίκια (last year, χρυσό μου), σουέντ (πάλι καλά) μποτίνια, χρωματιστά γυαλιά, δαχτυλίδια – σιδηρογροθιές (ούτε Νορβηγίδα ντεθμεταλού), τζην στην τσίτα, φούστες στην τσίτα, καπαρντίνες στην τσίτα, νευράκια στην τσίτα. Ίνδαλμα: Τζο Τόγκου. Κάτι τέτοιες αγοράζουν τη σήμερον Vogue Hellas. Το μυστήριο λύθηκε.

(ε) Βεριτάμπλ φασιονίστας, με εκλεπτυσμένο γούστο, μεταλλικά τοπ με τονισμένους ώμους, καπαρντίνες με βολάν χωρίς μπράτσα (το καλό το πράμα φαίνεται), cute μεταξωτά μαντίλια, ενδιαφέρουσες τσάντες και πάνω απ’ όλα, άποψη στην εμφάνιση. Χαιρόσουνα να βλέπεις επίγονους της Κάρι.

(στ) Άντρες με χαϊμαλιά (φτιάχνω βαλίτσα για Ικαρία από προχτές), vnecks (Αλέξανδρε Πετρίδη, δικό σου έργο ΑΥΤΗ η απενοχοποίηση φανέλας), μαλλί – κοκοράκι (χίπστερ) ή Ποκαχόντας (αγνώστου προέλευσης, καμιά γκόμενα θα τους έσυρε, ρε τί τραβάτε μερικοί, αν δε μπορείτε να πείτε “δε μπορώ αγάπη μου, παίζει η Εργοτελάρα σήμερα, πολύ λυπάμαι που δε θα ‘ρθω να δω κανένα γυναικείο κώλο. Τι; Δεν είναι επίδειξη εσωρούχων; Μαλάκα, στο τσακ τη γλίτωσα”), καρό παντελόνια, τραγιάσκες, μαύρα πουκάμισα Burberry (“ο υπεύθυνος φωτισμού είναι ξάδερφος της γυναίκας μου και ήρθαμε με τα παιδιά να δούμε πώς είναι. Πού με ‘φερες ρε Τασία, μέσα στη ζέστη”) και περιφερόμενα μοντέλα.

(ζ) Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, σαν εμάς (κατηγορία “Μαριγώ”). Που βρήκαμε την πρόσκληση ονλάιν και που μας αρέσουν τα ρούχα και η μόδα ως τέχνη απ’ όταν ντύναμε τις Μπάρμπι μας. Ωραία χρόνια τότες, και η οικονομία πήγαινε καλά, και τα παιχνίδια ερχότανε δέκα δέκα στο σπίτι. Τώρα σκέφτεσαι ν’ αγοράσεις έξτρα βρακί.

Το σόου ξεκίνησε λίγο μετά από την ώρα που έλεγε η πρόσκληση, καθίσαμε στις μαύρες καρέκλες, μπήκε η μουσική, παρέλασαν από μπροστά μας μια 15αριά μοντέλα, γυναίκες και άντρες, με χαριτωμένα ρούχα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν φορέσιμα και από μη μοντέλα. Ωραία κοψίματα, ωραία υφάσματα και ντραπέ, μπράβο Ευάγγελε Καβαθά, και στην επόμενη με το καλό, να μας ξανακαλέσεις κι εγώ κακή κουβέντα δε θα γράψω, μόνο για κείνη τη μοντέλα την ξανθιά, την “απ’ τα κόκαλα βγαλμένη”, που τη φθόνησα γιατί αυτή συγκρατιέται μπροστά στη μερέντα, ενώ για το όνομά μου ο Παυλίδης έχει τιμητική πλακέτα στο εργοστάσιο της Πειραιώς.

Βγαίνοντας έξω, ο χορηγός μάς προσέφερε μπύρες (διαιτολόγια έπρεπε να μας προσφέρει), περάσαμε μια βόλτα από τη μπουτίκ – στοκ των ελλήνων σχεδιαστών και μετά βγήκαμε στην πλατεία, όπου είχαν καταφύγει οι μισοί αρχικά παρευρισκόμενοι στην ΑΦΓ, για μπριζόλες, γαρίδες και καφέδες (όχι η κοκάλω, οι άλλοι). Ψάξαμε όλη την πλατεία, να βρούμε μια ρημαδοθέση στον ήλιο, αλλά η γραμμή του μετρό έχει κάνει μεγάλη ζημιά στην περιοχή και πέραν του τακτικού κυριακάτικου πλήθους, με τη βοήθεια των θαμώνων της ΑΦΓ, είχε τιγκάρει το άπαν σύμπαν, οπότε αποφασίσαμε να γυρίσουμε στα Εξάρχεια.

Στους δρόμους του Γκαζιού, σοκαρισμένα βλέμματα χαμήλωναν, σουφρώνοντας φρύδια στη θέα του λουλουδάτου καλτσόν, στόματα μουρμούριζαν ακατάληπτες εκφράσεις (άλλη φορά θα παίρνω μαζί μου το ακουστικό του τηλεμάρκετινγκ, με 25 μέτρα ακτίνα), κεφάλια έσκυβαν να παρατηρήσουν και τα παπούτσια, ενόσω εγώ σκεφτόμουνα πόσο όμορφα είναι ν’ ασχολείσαι με οποιονδήποτε τρόπο, με μια βιομηχανία όπου βρίσκει καταφύγιο η αισθητική σου, είτε είναι ευρέως αποδεκτή από το κοινό, είτε όχι, παρά τη διάχυτη ξινίλα και την αρνητική διάθεση που καταλαμβάνει συχνά τους δήθεν ειδήμονες του χώρου. Ας είμαστε αισιόδοξοι, όσο υπάρχουν ψαλίδια και υφάσματα.

One Comment Add yours

  1. Miss L. says:

    Akoma ena teleio fashion post!!!!!!!!! Brava!!!!!!!!!

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.